Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

τὰ γεῖσα

См. также в других словарях:

  • γεῖσα — γεῖσον projecting part of the roof neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γείσας — γείσᾱς , γεῖσα fem acc pl γείσᾱς , γεῖσα fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεισῶν — γεῖσα fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γείση — γεῖσα fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Cornice — Not to be confused with Corniche. This article is about the architectural feature. For the overhanging snow form, see Snow cornice. Cornice molding is generally any horizontal decorative molding that crowns any building or furniture element: the… …   Wikipedia

  • Geison — (Greek: γεῖσον often interchangeable with somewhat broader term Cornice) is an architectural term of relevance particularly to ancient Greek and Roman buildings, as well as archaeological publications of the same. The geison is the part of the… …   Wikipedia

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • γεῖσ' — γεῖσαι , γεῖσα fem nom/voc pl γεῖσα , γεῖσον projecting part of the roof neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαρραγείσας — διαρραγείσᾱς , διαράσσω strike through aor part pass fem acc pl διαρραγείσᾱς , διαράσσω strike through aor part pass fem gen sg (doric aeolic) διαρραγείσᾱς , διαρρήγνυμι break through aor part pass fem acc pl διαρραγείσᾱς , διαρρήγνυμι break… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»